Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ενθερίζω — ἐνθερίζω (AM) [θερίζω] περνώ το θέρος, παραθερίζω («πόλις ἐνθερίσαι οἵα βελτίστη», Δικαίαρχ.) … Dictionary of Greek
ἐνθερίσαι — ἐνθερίζω spend summer in aor inf act ἐνθερίσαῑ , ἐνθερίζω spend summer in aor opt act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)